- ἀγάμων
- ἄγαμοςunmarriedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγνότητα — Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη … Dictionary of Greek
λουτροφόρος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Έφερε στοιχεία αμφορέα ή υδρίας, αν και ξεχώριζε για τις λεπτές αναλογίες του σώματος και τον επιμήκη λαιμό του. Το χρησιμοποιούσαν είτε για το γαμήλιο λουτρό είτε ως επιτύμβιο σήμα σε τάφους ανύπαντρων, με… … Dictionary of Greek
безбрачьныи — (1*) пр. Не состоящий в браке. В роли с.: в причьтъ приводимыимъ безбрачьныимъ. тъкмо чьтьцемъ и пѣвьцемъ женитисѩ. (ἀγάμων) ΚΕ XII, 45а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Λιβυστικός — Λιβυστικός, ή, όν (Α) 1. λιβυκός («ἐν τόποις Λιβυστικοῑς», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. είδος μη δηλητηριώδους φιδιού 3. το θηλ. ως ουσ. η μαύρη υδρία που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων, η λουτροφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. είδος βοτάνου, η… … Dictionary of Greek
αρχιμανδρίτης — Ο προϊστάμενος της πνευματικής μάνδρας, δηλαδή ο ηγούμενος ενός μοναστηριού. Ο τίτλος αυτός δόθηκε για πρώτη φοράστους ηγούμενους των μοναστηριών της Μεσοποταμίας, που τα ονόμαζαν συνήθως μάνδρες. Από τα μοναστήρια αυτά, ο τίτλος μεταδόθηκε και… … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
πανόσιος — α, ο / πανόσιος, ία, ον, ΝΜ 1. οσιότατος, κατά τα πάντα όσιος 2. (το αρσ. στον υπερθ. ως ουσ.) ο πανοσιότατος και πανοσιώτατος τιμητικός τίτλος τών άγαμων κληρικών και ιερομονάχων («πανοσιώτατοι ἡγούμενοι», Καισ. Δαπ.) … Dictionary of Greek
φυσίγναθος — ο / φυσίγναθος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υδρόβιων αγάμων τής Άπω Ανατολής και τής Αυστραλίας αρχ. (κωμική λέξη για βάτραχο) φουσκομάγουλος, φουσκομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τις λ. φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» και γνάθος. Η λ. ως … Dictionary of Greek
Γκιωνάκης, Γιάννης — (Αθήνα 1922 – 2002). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του θεάτρου Τέχνης και στο Εθνικό Ωδείο. Το 1944 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο Ο τελευταίος ασπροκόρακας του Αλ. Σολομού και το 1945 άρχισε να… … Dictionary of Greek
πανοσιολογιότατος — η, ο προσφώνηση άγαμων μορφωμένων ιερέων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)